- συνειπομην
- συνειπόμηνimpf. к συνέπομαι См. συνεπομαι
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
συνειπόμην — συνέπομαι follow along with imperf ind mp 1st sg συνεῖπον speak with aor ind mid 1st sg συνεῖπον speak with aor ind mid 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνέπομαι — ΜΑ [ἕπομαι] 1. ακολουθώ από κοντά (α. «συνέψασθαί οἱ», Άνν. Κομν. β. «ποίμναις... συνειπόμην», Σοφ.) 2. έχω στενές σχέσεις με κάποιον αρχ. 1. ακολουθώ κάποιον μαζί με κάποιον άλλο («οἱ πλεῑστοι ἐκ Κορίνθου στρατιῶται ἐθελονταὶ ξυνέσποντο», Θουκ.) … Dictionary of Greek